κατάγνωστος

κατάγνωστος
κατάγνωστος, -ον και καταγνωστός, -όν (Α) [καταγιγνώσκω]
αξιοκατάκριτος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”